|
изобретатель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изобретатель? — εφευρέτης как с (ново)греческого переводится слово εφευρέτης? — изобретатель — λεκτικός — υμέτερος — πράκτορας — εφέλκω — πυελομετρία — γλεντολογάω — αρσενικό — τσιγγρίζω — γεναρχία — χαιρετιστήριος — συμπαθητικός — τριχώδης — μπουντρούμι — συγκοινωνών — ανάμικτος — πυρίτιδα — ερχόμενος — γλυκομματιάζω — ξενάγηση — πουαντιλλισμός — εφτάζυμος |
|||