|
1. бросать отсвет; 2. отсвечивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бросать отсвет? — αντιφωτώ как на (ново)греческом будет слово отсвечивать? — αντιφωτώ как с (ново)греческого переводится слово αντιφωτώ? — бросать отсвет, отсвечивать — αξίζω — διαβιβαστήριος — διττόκλιτος — ανατολίτης — γνάφαλο — εξανθράκιση — καμποτίνος — λιχνιστικός — επαγωγός — στροφόμετρο — καψάλα — στερφοπροβατίνα — υπαρξισμός — ραβδιστήρι — αντίμεμα — αρραγής — λοχεία — πολυσπερμία — σημείο — υψηλόφρων — τεκνοποιία |
|||