|
девятнадцатилетний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово девятнадцатилетний? — δεκοεννεαετής как с (ново)греческого переводится слово δεκοεννεαετής? — девятнадцатилетний — εκτύπωμα — αναγεννητής — ψηγματολόγος — ασκέπαστος — πεντηκονταετής — γενεαλογώ — κουμαριά — ξεπλύνω — εφορεύω — ισομερής — ζεσταίνω — μεταμόσχευση — ανεύρυσμο — δισεκατομμυριούχος — μηνιγγίτιδα — ακόρδωτος — φρενάρω — προαναφέρω — στυφός — κατσικήσιος — διακατέχομαι |
|||