|
η 1) жизнь на чужбине; 2) чужбина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жизнь на чужбине? — ξενιτειά как на (ново)греческом будет слово чужбина? — ξενιτειά как с (ново)греческого переводится слово ξενιτειά? — жизнь на чужбине, чужбина — ένζυγος — βουστάσιο — πρόθημα — γρατζουνιά — σκούριασμα — πρόσεδρος — διαμαστίγωση — παννιασμένος — αποβολίδωση — υπομίσθωση — ακολουθώ — τυραννιέμαι — αυτοτραυμοτίζομαι — επιτετηδευμένος — κραυγή — πονοκεφαλιά — υποσημειούμαι — δίτρυτος — σταυρωτής — εκμαυλίζω — ατρομοκράτητος |
|||