|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναγερμένος? — — χαλκοτυπία — ψουνιστός — εναερίζω — κυνηγάρης — πασάρισμα — ασπρογαλάζιος — αδιάκριτα — πορτοφολάς — κροταφιαιος — προωστήριος — ψιλικά — παροχέτευση — καθαρεύουσα — ανασγυρίζω — κατάνυξη — ρίγα — συγκομιδή — εξουσιάστρια — τηλεφωνία — χαλκογράφος — πιανιστικός |
|||