|
το спагетти (макароны) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спагетти? — σπαγέττο как с (ново)греческого переводится слово σπαγέττο? — спагетти — αλίμαχτος — ημερότητα — μεταπολιτευτικός — αποκρύβω — συγγενόδι — επειδή — δυσοπέρβατος — βακχεύω — αξύφαντος — εκφυλλίζω — ακραίχμιον — εαρινός — φλόκκιασμα — δυσμαθής — αποπληθωρισμένος — φραχτικά — λάρναξ — χρηματολαγνεία — γέμιση — θερμαντήρας — ημιολία |
|||