Новогреческий словарь
κάγκελλο
κάγκελλο
το
решётка, ограда; перила
;
βρίσκομαι πίσω απ' τά ~α — быть за решёткой (о заключённом)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
решётка
? —
κάγκελλο
как на
(ново)греческом
будет слово
ограда
? —
κάγκελλο
как на
(ново)греческом
будет слово
перила
? —
κάγκελλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
κάγκελλο
? — решётка, ограда, перила
#
(ново)греческий словарь
—
παπαδίστικα
—
τιμή
—
ξολοκάρφι
—
θεοκρασία
—
ξετσίπωτος
—
ανυποληψία
—
κοκκινομανίταρο
—
μετόπισθεν
—
αντεγγύηση
—
οδοντοκοιλία
—
ψευδοεπιστημονικός
—
κοραλλιοθήρας
—
εξοφλητέος
—
διαρρηγνύω
—
γκαμήλα
—
φόκο
—
φυσαρμόνικα
—
μπούμα
—
ζυγός
—
ανομογενής
—
προστασία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,