|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γλυκαντικό? — — βαθρακολαίμης — λιγούρα — Βλάχικα — ονοματοποιούμαι — ετερόχρους — δώδεκα — φρικίασις — δασάκι — κρατέρωμα — σμάλτο — απύρωτος — εμπτύω — κοσμογονικός — τραβέλι — κοιλέντερωτά — γραφικός — διευθύνομαι — σπουδαγμένος — δοξολογία — εγκλητήριο — κόκ |
|||