γλυκαντικό

формы словаβ
γλυκαντικό



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово γλυκαντικό? —


βαθρακολαίμηςλιγούραΒλάχικαονοματοποιούμαιετερόχρουςδώδεκαφρικίασιςδασάκικρατέρωμασμάλτοαπύρωτοςεμπτύωκοσμογονικόςτραβέλικοιλέντερωτάγραφικόςδιευθύνομαισπουδαγμένοςδοξολογίαεγκλητήριοκόκ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit