|
украшать золотом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово украшать золотом? — χρυσοστολίζω как с (ново)греческого переводится слово χρυσοστολίζω? — украшать золотом — συννεφόκαμα — καταμηνύω — ξανακινάω — ενεργειοκρατία — επαναστρέφω — χειροπεδώ — βρωμόγλωσσα — γίγαντας — βενεζουελανός — δίτρυτος — αστάχωτος — λιγωμένος — εξωτερίκευση — φλογισμός — πορίζω — υπαλληλικός — ερμαφροδισία — συγκομιστής — αλογήσιος — σκωληκοειδικός — ευώδης |
|||