|
ο цедилка; фильтр; φωτογραφικοί ~οί — светофильтры #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цедилка? — ηθμός как на (ново)греческом будет слово фильтр? — ηθμός как с (ново)греческого переводится слово ηθμός? — цедилка, фильтр — πλαγκτόν — ξυλογνωσία — πέρδικα — βρογχοτομία — τεταρτογενής — κουτουλώ — αμφικτυονία — ξιφομάχαιρα — ντελάλης — μισοφόρι — αναπόδραστον — αφυδάτωση — βάφτιση — συγνώμη — εκχωρώ — ταπετσαρία — άρχος — πουντάρω — αμπελοκλαδευτής — ευκατάστατος — σαρανταλείτουργο |
|||