Новогреческий словарь
συμπολεμιστής
συμπολεμιστ|ής
ο
соратник, боевой товарищ
;
είμαστε ~ές — [phrase]мы соратники, товарищи по оружию[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
соратник
? —
συμπολεμιστής
как на
(ново)греческом
будет слово
боевой товарищ
? —
συμπολεμιστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμπολεμιστής
? — соратник, боевой товарищ
#
(ново)греческий словарь
—
μαλαϊκά
—
ελατήριο
—
ερωμανία
—
κουσούρι
—
λαχούρι
—
αγραμματοσύνη
—
δόκιμος
—
ονομαστικός
—
παιχνιδιάρικος
—
διεθνίστρια
—
πιτσιλωτός
—
κουνω
—
στουμπώνομαι
—
θεωρώ
—
δίτοννος
—
κατεπείγομαι
—
αμφίπυλος
—
αποσύρω
—
λωφάζω
—
ανευκρίνητος
—
αναθεωρητής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве