|
незавшивевший, невшивый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незавшивевший? — αψείριαστος как на (ново)греческом будет слово невшивый? — αψείριαστος как с (ново)греческого переводится слово αψείριαστος? — незавшивевший, невшивый — τσαλαπάτημα — ψηλαφητά — αστρονομικός — καπελλάς — αποκαρδιωτικά — εξηκονταετηρίδα — γιγάντιος — γιατσάδα — κατάντεμα — παλαίστρα — εξαιρούμενα — ρίνισμα — τροχοπεδώ — ουδέ — τροπαιούχος — αποβουτύρωση — δακτυλίδωση — εξουσιοδοτημένος — επιστολή — γουλί — ανασυγκροτώ |
|||