|
η обманщица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обманщица? — κατεργάρισσα как с (ново)греческого переводится слово κατεργάρισσα? — обманщица — οπλοθήκη — μαζικός — περιπλεμονία — ναυκληρικός — ευμάλακτος — αδρόμαλλος — διακωλύω — ακαταχώνιαστος — αντιληφθείς — φτεροπηδάω — δέσποτας — παραγράφω — απολαύω — εκνίτρωσις — αναντίστρεπτος — πιστώνω — πλευροκοπικός — καρδιογνώστρια — αλάφρωμα — υπερσιβηρικός — ακατράμωτος |
|||