|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κηλιδώνομαι? — — μαργώδης — ωοθήκη — ανοσιούργία — αθυροστομώ — ανάδρομα — κόκ — εικοσάρικο — βούι — ψάρακας — οινοπνευματόμετρον — αλουποτόμαρο — σπηλαιολογία — χιλιομέτρηση — αλυκή — συνάχι — μωρούδισμα — θράκιος — ελαιότρυγον — ελαιοκομικός — χαμαλίκα — οψιμιά |
|||