|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τρελοκομείο? — — διαπιστωτικός — γαβάρρα — γυφτοχαρατσής — μπιζού — σκάρφί — πολυξοκουσμένος — δερματογόνος — εξέταση — μυασθενικός — φώνηση — τορπιλλικός — αψινθάτο — πυελογραφία — μαζικός — κακόδεχτος — μaιευτήριο — ακίδα — προσήλιο — βυνοποιώ — ποδήλατο — ορδή |
|||