|
το церк. камилавка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово камилавка? — καμηλαύκιο как с (ново)греческого переводится слово καμηλαύκιο? — камилавка — κρυφο- — τσίκλα — δραματοποιία — εμός — αποκεντρωτικός — δίκιο — προπερισπάω — κυνοπίθηκος — καταφύγιο — θεοκατάρατος — αμμέ — ψυχοφυσικά — ξομολογητής — επομένως — τσορματζής — αντεπικουρώ — ιππόδρομος — καριόλα — μπάζα — ζουζούνα — σλιπ |
|||