|
το хим. бром #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бром? — βρώμιο как с (ново)греческого переводится слово βρώμιο? — бром — μακροπαράληκτος — εγρήγορση — ακραιφνώς — αμερίστως — αποσφάζω — χαρτονοποιός — αυτοσχεδιαστής — σφαιρίζω — μπεμόλ — σκυλίτσα — σέρτικος — αρχόντισσα — ομοσπονδία — πατροπαράδοτος — λημεριάζω — μαλαϊκή — οστεοπόρωση — αντιπροσωπευόμενος — συγκατοικώ — αφέντρα — διαφοροποιούμαι |
|||