|
το спорт. каратэ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каратэ? — καράτε как с (ново)греческого переводится слово καράτε? — каратэ — ήρξα — τουρκιστί — υποπτεύομαι — βουλευτικός — σαπωνόλιθος — συνεργατική — συμβίβαση — μεταλλογνωσία — αποχρωμάτιση — μαλλί — μπαλτατζής — ξέρακας — γραμμίζω — οντολογικός — βρετός — λαουτιέρης — συμμισακάτορας — σπονδυλωτά — αναγάλλιασμα — δηλοί — επιστολή |
|||