|
ο фото. ослабитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ослабитель? — εξασθενητής как с (ново)греческого переводится слово εξασθενητής? — ослабитель — αναιμία — κουνουπιέρα — κηροστάτης — εγκυκλοπαίδεια — καμακιά — συλλογή — άλλαγμα — κωφάλαλος — βαμβάκια — χειμωνιάζω — ομόγνωμος — ηλεκτροπαραγωγικός — καταχαρούμενος — ιχνεύω — αλευρικό — Λερναίος — αναδειγμένος — πυορροϊκός — απόταξη — αναστηρίζω — ενδοσπέρμιο |
|||