|
η 1) галета; 2) гайка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово галета? — γαλέττα как на (ново)греческом будет слово гайка? — γαλέττα как с (ново)греческого переводится слово γαλέττα? — галета, гайка — μετοχάρης — τσουτσούνι — ανεμόσαρκος — αιδήμων — προσαρμοστικός — φραγκόκοττα — ξανοσταίνω — κοπάζω — ενσφήνωση — ποντικοφωλιά — λιγότερος — αγκαλιαστά — καταγίνομαι — μελανιάζω — φωτοαναγνώριση — κατεβάζω — μέ — αστραποβολητό — λαγοβυζάστρα — δωδεκαρίτες — εριουργία |
|||