Новогреческий словарь
γαλέττα
γαλέττα
η 1)
галета
;
2)
гайка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
галета
? —
γαλέττα
как на
(ново)греческом
будет слово
гайка
? —
γαλέττα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γαλέττα
? — галета, гайка
#
(ново)греческий словарь
—
τσοντάδικο
—
λιχούδικος
—
τρήμα
—
ξαντό
—
εσχατόγηρως
—
γαζί
—
ακατάστατα
—
αντιπαράταξη
—
αφέθην
—
ιπποδρομικός
—
ελεημονικός
—
βερβερίτσα
—
βρύση
—
αντιπέρας
—
συμποσιάζω
—
σχεδιαγραφώ
—
ψυχομαραίνω
—
μικροφιλότιμος
—
συκολέβι
—
πιτσιλιά
—
απόκερο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве