|
см. ζοφερός #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ζοφώδης? — — αποδαύτος — φουτουρίστρια — φαγγότο — αλαφράγκα — δεκατίζω — αγρίμι — πλούτη — πογκρόμ — περιάγομαι — δυσκολοκίνητος — ειδύλλιο — θωρακίζομαι — συκομορέα — αναύλωτος — σουραυλίζω — αλύτρωτος — βρωμομαμούνα — συμμαχώ — μονόπραχτος — αράχαλος — γνωστικό |
|||