|
поверхностно; εξετάζω ~ — рассматривать поверхностно, скользить по поверхности (чего-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поверхностно? — επιφανειακά как с (ново)греческого переводится слово επιφανειακά? — поверхностно — επιστολιμαίος — λυπομανής — καταρρακτωδώς — σωκρατικός — εκφυλιστικός — εκταμιεύω — περιορίσιμος — γλωσσίτσα — δροσάνεμο — απισχνώ — βάθαιμα — προκάρδιος — συκάμινος — εξαμβλωτικός — εκκολαπτήριο — καρδιοχειρουργική — δέψα — φραγκικός — ντροπιάρικος — ποντικοκούραδο — ακρογιάλι |
|||