|
(-ιδος) η мед. эпифизит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эпифизит? — επιφυσίτις как с (ново)греческого переводится слово επιφυσίτις? — эпифизит — συβαριτικός — σόδα — αμμοθεραπεία — φκυάρι — κεσές — χαλυβοειδής — μαλλινίζω — ανεύρυσμο — ταραξίας — εξαγριώνω — αγρεύσιμος — χηρειά — εξαεριστήρας — εγχώριος — αποτελειωμός — βαθύχορδον — ξενιτιά — κολοκοτρώνης — πολιτιστικός — αντιδημοηκότητα — μηδισμός |
|||