|
η бензонасос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бензонасос? — βενζιναντλία как с (ново)греческого переводится слово βενζιναντλία? — бензонасос — Αφγανός — έξωθεν — κακόκεφος — αρχιδικαστής — ταιριαχτός — παιδιακήσιος — κρασοπίνας — πετυχαίνω — κηπεύω — χαροκαμένος — βέρτζιλος — στυφίζω — παγκάρπιο — ασβεστοκάμινος — καυτήρας — οριστικώς — σοκολατόχρους — νιοφερμένος — οφθαλμαλγία — βαρίδι — ξυλολατρεία |
|||