|
нумеровать; ~ τίς σελίδες — нумеровать страницы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нумеровать? — αριθμίζω как с (ново)греческого переводится слово αριθμίζω? — нумеровать — δίλεφτος — ευμορφάνθρωπος — ρωπογράφος — μύαξ — κατάματα — ιστίο — σταυρανθής — ατοίμαστος — προξενήτρα — ανωνυμία — κυρά — ενσφηνωτικός — καταδολιευτικός — σαπουνόπετρα — βούλα — απρόκλητα — κουτσογραμματισμένος — ασκάλευτος — πλάγι — φραγκοσταφυλιά — μονομεταλλικός |
|||