|
ο весовщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово весовщик? — ζυγιστής как с (ново)греческого переводится слово ζυγιστής? — весовщик — μονοσταυρία — τουαλέτα — επιβεβαιωμένος — αχυροστέγη — υποθηκεύω — υδρονομείο — κιόσκι — περιβραχιόνιο — σπαρτό — ψυχραίμως — ξεκόλλημα — γυναικοκαβγάς — ηφαιστειολογία — βιβλιοπαρουσίαση — διαλεχτρα — θηλυκός — διακάτοχος — έπεσα — αρκτικός — κομποσχοίνι — φτωχοαγροτικός |
|||