Новогреческий словарь
παρακύλισμα
παρακύλισμα
το 1)
качание
;
2) мор.
качка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
качание
? —
παρακύλισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
качка
? —
παρακύλισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρακύλισμα
? — качание, качка
#
(ново)греческий словарь
—
απανθράκωση
—
ανόφθαλμος
—
αρμάζω
—
αλπινισμός
—
παίδευμα
—
ιλαρά
—
αγιωτικός
—
γλάστρα
—
ριψοκίνδυνος
—
γουφάρι
—
φιλοπρωτία
—
σεχταριστικά
—
τορευτής
—
αναπηνίζω
—
αδρανώ
—
φρουραρχείο
—
τόμος
—
ακράτισμα
—
εξωφρενικότητα
—
κέλης
—
ολόκλειστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,