|
ο комета; === σάν ~ — очень редко; σάν ~ παρουσιάζεται — [phrase]он появляется очень редко, как молодой месяц[/phrase]; τόν βλέπουμε σάν ~ — [phrase]мы очень редко видим его[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово комета? — κομήτης как с (ново)греческого переводится слово κομήτης? — комета — αμελάνιαστος — ανασείομαι — επεισοδιακός — μυτοτσίμπιδο — υπόπρωρος — ψυχασθένεια — διαφιλονικούμενος — λεμφοκυττάρωση — ριζοβόλημα — σύμπλεξη — σελίδωση — διπλόκωπος — ζατσέντο — γκριμπός — αριθμητήριο — κανακάρης — λουλουδιασμένίος — μπόρτσι — φιλοαριστερός — ψυχοπονώ — παντζαρόσουπα |
|||