Новогреческий словарь
λεηλατημένος
λεηλατημένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
λεηλατημένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανατριχίλα
—
δικινητήριο
—
εφάπλωμα
—
αυτοκέφαλος
—
ήμαρτον
—
απυρεξία
—
σκαλωσιά
—
προσευχητάρι
—
αστράφτω
—
εξάντληση
—
παλινδρομικός
—
καλοκαγαθία
—
αχή
—
χαλάρωση
—
επίχωσις
—
ακροβολιστικός
—
γκαζόζα
—
επαινοθήρας
—
πορτιέρης
—
υπηρεσία
—
σταλακτίτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве