|
относящийся к шёлковой промышленности #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к шёлковой промышленности? — μεταξοβιομηχανικός как с (ново)греческого переводится слово μεταξοβιομηχανικός? — относящийся к шёлковой промышленности — ψαρομάλλης — κατεβατό — απαγγελία — απλεύριστος — κραδαίνω — αμεσολάβητος — λιθόσφαιρα — αντιθετικός — τυφογέροντας — αυτόπτρια — στρέφω — εθνικισμός — διαφορεύω — κρησαρίζω — αμετάστρεπτος — εντερολογία — ευμεταχείριστος — ιπποπαραγωγός — βράζω — ψιμμύθιο — αστροφωτομετρία |
|||