|
межконтинентальный; ~ πύραυλος — межконтинентальная ракета #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово межконтинентальный? — διηπειρωτικός как с (ново)греческого переводится слово διηπειρωτικός? — межконтинентальный — επαλλάσσω — χτικιάρης — εγχείρηση — κατσαπρόκος — ενέσιμος — βροντοβολώ — σκελέα — άρατ' αθέματα — δωρητήριο — κονιατής — περιφρονητέος — ματαρχίζω — ατυχής — ζαβολιά — αρτηρίτις — χαλκοκουρούνα — μαμουσάγκιον — αδαμαντένιος — εξιδανικευτικός — ανάφαγος — μονούβρα |
|||