|
η прокуратура #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прокуратура? — εισαγγελία как с (ново)греческого переводится слово εισαγγελία? — прокуратура — αμυδρότητα — τσιμεντοκονίαμα — πολυψήφιος — πεπονόσπορος — φυλλοβολώ — διαπίστοση — γάλλος — νομισματολογία — ψαροφάγος — ακοίμητος — λεόπαρδος — γκαζόμετρο — αρρωστημένος — οδοστρωτήρας — ζαχαρίνη — αλάφιασμα — μπλουγούρας — ένθρονος — πλίνθινος — αμώνω — λιψός |
|||