|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συρταρωτός? — — οικτίρω — δημόσιο — ενθετικός — ανεμοδούρα — εκατόμβη — οστρακώδη — φανφαρόνος — σκεπαστικός — ανεπίσακτος — εξέλεγξη — νέασις — αντραλώνομαι — βαγιουλεύω — σοκολατένιος — οδοντόφωνο — αφεντόπαιδο — θειαφί — ζυγόλουρο — μαγεμένος — ειδοποιός — επιστρατεύω |
|||