|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκορπίζομαι? — — φλέψ — φεσκοπλυμένος — ακατάδεκτος — αψυχοπόνετος — ενόσω — προκατειλημμένος — συναπάρτισμα — άχρωμος — απαπούτσωτος — επταμηνιαίος — αισθητώς — φυλασσόμενος — χαράμι — παλαιοντολογία — τρακαδόρος — στερεότητα — περιμαζεύω — νεοναζί — βακτηρία — αποχωρητήριο — διάπριστος |
|||