σκορπίζομαι

формы словаβ
σκορπίζομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово σκορπίζομαι? —


φλέψφεσκοπλυμένοςακατάδεκτοςαψυχοπόνετοςενόσωπροκατειλημμένοςσυναπάρτισμαάχρωμοςαπαπούτσωτοςεπταμηνιαίοςαισθητώςφυλασσόμενοςχαράμιπαλαιοντολογίατρακαδόροςστερεότηταπεριμαζεύωνεοναζίβακτηρίααποχωρητήριοδιάπριστος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit