|
παθ. αόρ. от πηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επάγην? — — σφάλλομαι — καλοπέφτω — κασίδα — ανορθώτρια — αναμίσθωση — φαφουτιαίνω — εξαντλητός — ακριτολόγημα — συνετμήθην — φθόνος — ρεφορμιστικά — ανεπίκαιρος — κακοκαρδίζω — αδρόσιστος — λέβ — καραγκιοζιλίκι — υπείκω — γραφέας — ξανθογένειος — κατεπείγομαι — μποξέρ |
|||