|
(αόρ. αντεξήγαγον) вывозить (__что-л.__) взамен ввезённого #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вывозить взамен ввезённого? — αντεξάγω как с (ново)греческого переводится слово αντεξάγω? — вывозить взамен ввезённого — παιδοψυχίατρος — πραγματιστικός — συμπεριφορικός — μαρμαρυγίας — θεραπευτήριο — σφραγιδόκηρος — χεροβολιάζω — δωροληπτώ — ίσκα — μπουρζουάς — πωλώ — βώπα — αντιρροπία — γιουρούκος — μπουκίτσα — καληνύχτισμα — υδρώπικας — γρυμέα — στερεοστατικός — κουμαριά — ισοβαρής |
|||