|
стадный; косячный; ~οι ιχθύες — стадные рыбы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стадный? — αλληλόφιλος как на (ново)греческом будет слово косячный? — αλληλόφιλος как с (ново)греческого переводится слово αλληλόφιλος? — стадный, косячный — εικοσαετηρίδα — ξεκοντακιάζω — μπουζουκτσής — φωνογραφία — ραγάδα — κρικοειδής — αιτιολόγηση — μητροφονία — λάχανο — ψυχολατρία — απαλλοτριωτικός — ανθρωπολογικός — συνισταμένη — ηλιαστός — δρακόντισσα — συμφωνημένος — άζωνος — μανικώνω — ονοματολογία — συντροφεύω — εκφοβιστικός |
|||