αττικίζω

формы словаβ
αττικίζω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αττικίζω? —


γόμαροςκαρύοψημεζάτιπαραμιλητόανταγωνίστριαλέρακτηριολογικόςεκλειγμααπογοητευτικόςαμεθοδίαξεκοιλιάζωάχορδοςαπροβλεψίαπροστυχόλογαεκτεθειμένοςείδακολλήγισσατυλίσσωαναφυλαξίααδιαλάλητοςχορτόπιττα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit