|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αττικίζω? — — γόμαρος — καρύοψη — μεζάτι — παραμιλητό — ανταγωνίστρια — λέρα — κτηριολογικός — εκλειγμα — απογοητευτικός — αμεθοδία — ξεκοιλιάζω — άχορδος — απροβλεψία — προστυχόλογα — εκτεθειμένος — είδα — κολλήγισσα — τυλίσσω — αναφυλαξία — αδιαλάλητος — χορτόπιττα |
|||