|
η палка(__,__) намазанная клеем (для ловли маленьких птичек); === πιάνομαι στά ~γα — попасть в сети #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово палка, намазанная клеем? — ξόβεργα как с (ново)греческого переводится слово ξόβεργα? — палка, намазанная клеем — βιβλιοπαραγωγή — τετράκλινος — τσιμεντόλιθος — πεντακάθαρος — τσιμπέρι — διαμαντόσκονη — οξείδιο — μποσικάδα — αγορήτρια — πολυώροφος — ξεϊδρώνω — ανατιναγμός — άσκιος — κονιορτοβριθής — ανακριτικός — δικαιολογούμαι — λωτοφάγος — σταφυλίτης — νευρασθενικός — αποξυλιάζω — ετεροαιμοθεραπεία |
|||