|
αόρ. от εκβαίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξέβην? — — νεοαποικισμός — αγγαρεύω — καλαισθητική — ποδοβολή — ορτύκι — όλεθρος — οκταετής — λειψοφεγγαριά — ασκίδι — αραβόφωνος — μετατροπή — μελαγχολικά — λιγόζωος — επαγγελία — πανεπιστημιακός — σοφία — πολυγράφηση — λαδόψωμο — ξάφτω — κάπνισμα — ζωόφιλος |
|||