Новогреческий словарь
φουστανέλλα
φουστανέλλα
η
фустанелла
(короткая сборчатая юбка - принадлежность греческого национального костюма)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
фустанелла
? —
φουστανέλλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
φουστανέλλα
? — фустанелла
#
(ново)греческий словарь
—
ανεπισφαλής
—
Ιταλίδα
—
ανακίνηση
—
μεγαλώνοντας
—
ευκίνητο
—
χειροτεχνικός
—
οργοτόμος
—
χωροσταθμώ
—
ακατάδεκτος
—
καρυδιά
—
ανέψανος
—
αγεωγράφητος
—
αλληλομαχώ
—
πιτηδειοσύνη
—
ορνιθοκλέπτης
—
προσόμοιος
—
κοσμήτορας
—
ακαλλώπιστος
—
αλλεπάλληλος
—
μισεμός
—
ωφέλεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве