|
грам. разносклоняемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разносклоняемый? — ετερόκλιτος как с (ново)греческого переводится слово ετερόκλιτος? — разносклоняемый — φώνασμα — ντοκουμεντάρομαι — ξεσπιτωμένος — πονοκέφαλος — χνούς — ασπίδα — αζωγράφιστος — προμήτωρ — ετερότητα — χούχουλας — αραχναίος — ψωμιέρα — δερμάτωση — πρωϊμιές — φυσιογνωμιστής — πραίτωρας — χηνάρης — γκαντεμιά — ανασκησία — αποθηρίωση — δικλίδα |
|||