|
элейский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово элейский? — ηλειακός как с (ново)греческого переводится слово ηλειακός? — элейский — δόντι — φυσηματιά — αντεπιστέλλον — αποσφάζω — βασκαίνω — αναμαυλίζω — καταρράκτης — μιασματικός — κέντρωμα — φορτώνω — παραλείπω — σαγηνεύω — επιτοχής — βραδυψυχισμός — βιωσιμότητα — δημοκρατούμαι — φυτοβιολογία — εντοιχισμός — φορώ — δίζυγο — ατιμάζω |
|||