|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στειμμένος? — — γεναριάτικος — διακαής — φιλίστωρ — απελαύνω — αξιωματούχος — αργασμα — αρνοπόκι — χλωροφούντωτος — αχυρόλασπη — οπτική — πάγα — διαπλάτισμα — πλαγκτό — άφωτα — επίκληση — εμπυρευματοθήκη — αλαφρόπετρα — διαξαίνω — τσαμπουκαλίδικα — απαρακολούθητος — απόρρητο |
|||