|
το фарм. йодоформ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово йодоформ? — ιωδοφόρμιο как с (ново)греческого переводится слово ιωδοφόρμιο? — йодоформ — πολυθεσίας — ανήμπορος — ζημιάρικος — μυριοστό — κατείδον — ασημοκουδουνάτος — ανακατάταξη — βιβλιογνωσία — μετρητός — ανάρδευτος — λαδόψωμο — ευωχούμαι — εκθρονισμός — άπιον — γραπτά — νυγμός — υπερβάλλων — δασύτης — τρυφώ — συστημένος — φτηνομάγαζο |
|||