|
экспромтом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экспромтом? — αυτοσχεδίως как с (ново)греческого переводится слово αυτοσχεδίως? — экспромтом — επακμάζω — αλογόμυγα — χούμος — αιμοπτυσία — κατάληψη — καλαμποκάλευρο — αποικισμός — αναδημοσιευμένος — ζευγάρι — γιατροσόφι — παρατιμονιά — σκοτεινούτσικος — ευφημώ — καθότι — υπερκοπιάζω — ρεαλισμός — ξερόψωμο — ωοπαραγωγή — φουστανελλάς — αρκαντάσης — παθολόγος |
|||