Новогреческий словарь
αυτοχειροτονούμαι
αυτοχειροτονούμαι
незаконно присваивать себе имя
, титул, звание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
незаконно присваивать себе имя
? —
αυτοχειροτονούμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοχειροτονούμαι
? — незаконно присваивать себе имя
#
(ново)греческий словарь
—
δίτροχο
—
καπετάνισσα
—
αστοχασιά
—
γανωματάς
—
αντώνυμο
—
αναγνώστης
—
πρόκα
—
χαβαρώνι
—
αγοράστρια
—
επιστημολογικός
—
εγγοστριμυθία
—
δηκτικότητα
—
επιδεξιότητα
—
αλλαξοπιστία
—
γιακέτα
—
διαστολικός
—
χρυσοκόλλητος
—
αρνοκέφαλο
—
ασυντόνιστος
—
λινάτσα
—
δαφνόκούκουτσο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве