|
(-ιδος) η мор. киль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово киль? — τρόπις как с (ново)греческого переводится слово τρόπις? — киль — χαννικό — στομαχικός — αξεφούρνιστος — γρηπίδα — ταλαντεύομενος — εκναυλωτής — αρμόζων — πισωβελονιά — πήζω — ψηφοθηρώ — καθιστά — εθνογραφία — σταχτοκουλούρα — χασισοπότης — αισιόδοξα — χαμογελάω — κουνιούμαι — λεβιάθαν — σαλαγή — αλατοπιπερώνω — διαβίωση |
|||