Новогреческий словарь
βλαστημώ
βλαστημώ
богохульствовать; проклинать; ругать(ся)
,
бранить(ся)
;
βλαστήμα τα (κι' αναθεμάτιζε τα)! — [phrase]пропади всё пропадом![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βλαστημώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αχνόξανθος
—
άπηχτος
—
αναφτερουγίζω
—
χονδρός
—
ατραγούδητος
—
νοερός
—
γαλατόπετρα
—
ξεφάχνισμα
—
πιερόττος
—
μηλόπευκο
—
βασάλτης
—
εξεβλήθην
—
μεσολαβητικός
—
στουπί
—
φοινικοειδής
—
τυμπανοκρουσία
—
φλανέλλα
—
ευδόκιμος
—
δωδεκάωρο
—
ημερομίσθιο
—
καταμαρτυρία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве