|
богохульствовать; проклинать; ругать(ся), бранить(ся); βλαστήμα τα (κι' αναθεμάτιζε τα)! — [phrase]пропади всё пропадом![/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βλαστημώ? — — απομυθοποιούμαι — σημαντικός — σχεδίασμα — πεπραγμένα — αντιμιλιταρισμός — παιχνιδούπολη — λειβαδήσιος — ώδε — ενάερος — αδικιάρης — μουρλαίνω — αδενοπάθεια — τίγκα — ανακάρδιον — πιθηκισμός — συναγώι — αυτοχειριασμός — εσφαλμένος — ανεκζήτητος — ποιητάκος — διαμφισβήτηση |
|||