|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρμίρισσα? — — σαπραιμία — ανθρακέας — υδαταποθήκη — οινοβάρελλο — ψήστης — δωδεκαήμερον — ατμοπλοϊκός — γλωσσιάζω — διαπόντιος — πέμπω — σειρίαση — μπεκρολογώ — βαρελοποιός — αρχηγός — βουβαλοτόμαρο — χύνω — δαντέλλα — αποστάξιμος — πραξικόπημα — πυρασφάλεια — ενοχοποιητικός |
|||